- σαρανταλείτουργο
- τομνημόνευση από τον ιερέα του ονόματος κάποιου νεκρού σε σαράντα συνεχείς λειτουργίες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σαρανταλείτουργο — και σαρανταλείτρου(γ)ο, το, Ν εκκλ. η μνημόνευση τών ονομάτων νεκρών από τον ιερέα σε 40 συνεχείς λειτουργίες για την ανάπαυση τής ψυχής τους και την άφεση τών αμαρτιών τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαράντα + λειτουργία] … Dictionary of Greek
τεσσαραντολειτούργημα — τὸ, Μ εκκλ. η τέλεση ιερής λειτουργίας για σαράντα συνεχείς ημέρες, το σαρανταλείτουργο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τεσσαράκοντα + λειτούργημα με απλολογία] … Dictionary of Greek